- παστοφόρος
- παστο-φόρος, das Bild eines Gottes in einer Kapelle tragend, bes. eine Art Priester, die dies Geschäft hatten; Beiwort des Planeten Venus
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παστοφόρος — ον, Α 1. αυτός που μεταφέρει τον παστό, δηλ. το ξόανο θεού 2. (για την Αφροδίτη) αυτή που επαγρυπνεί πάνω από τη νυφική κλίνη 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ παστοφόροι οι Αιγύπτιοι ιερείς που μετέφεραν κατά τις πομπές τής Ίσιδος και τού Σεράπιδος… … Dictionary of Greek
παστοφόρισσα — ἡ, Α [παστοφόρος] γυναίκα παστοφόρος* … Dictionary of Greek
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
παστοφόριον — και παστοφορεῑον, τὸ, ΜΑ [παστοφόρος] 1. συν. στον πληθ. τὰ παστοφόρια ή παστοφορεῑα πλάγια διαμερίσματα τών παλαιοχριστιανικών βασιλικών ή και τών βυζαντινών ναών αργότερα, τα οποία κατά κανόνα πλαισίωναν την αψίδα τού Ιερού Βήματος και τα οποία … Dictionary of Greek